- περιπλάσσω
- και αττ. τ. περιπλάττω Α1. πλάθω κάτι γύρω από κάτι άλλο, τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, προσκολλώ («οἱ πλάττοντες ἐκ πηλοῡ ζῷον ὑφιστᾱσι τῶν στερεών τι σωμάτων, εἶθ' οὕτω περιπλάττουσιν», Αριστοτ.)2. μτφ. μεταβάλλω («περιπλάσσειν τι χρηστοῑς λόγοις», Μέν.)3. (μέσ. και παθ.) περιπλάσσομαια) επιχρίω με κάτιβ) μτφ. προσκολλώμαι σε κάτι («οἱ [τῷ ζῆν) κενῶς περιπλαττόμενοι» — οι προσκολλώμενοι στην κοινή ζωή, Επίκ.)4. φρ. α) «περιπλάσσω ἔν τινι» — πλάθω πάνω σε κάτι άλλοβ) «περιπλάττομαι ψιμυθίοις» — ψιμυθιώνομαι, φτειασιδώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πλάσσω «πλάθω»].
Dictionary of Greek. 2013.